ιαστόν

ιαστόν
ἰαστόν, τὸ (Μ)
στον πληθ. τὰ ιαστά
ενδύματα που έχουν ιώδες χρώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αθυμίαστος — η, ο και αθύμιαστος (Α ἀθυμίαστος, ίαστον) [θυμιάζω] 1. αυτός που δεν έχει θυμιαστεί, αλιβάνιστος 2. αυτός που δεν έχει επαινεθεί με λόγια κολακευτικά 3. αυτός που δεν δέχεται, δεν κάμπτεται από κολακείες 4. (ειρωνικά) αυτός που δεν έχει υβρισθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”